Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα (του H.C. Andersen)

Το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο.
Φορούσε βέβαια παντόφλες όταν βγήκε από το σπίτι αλλά δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν και πολύ. Οι παντόφλες ήταν τεράστιες, καθώς ανήκαν κάποτε στην μητέρα του. Έτσι η μικρή τις έχασε όταν έτρεξε για να αποφύγει δύο άμαξες που περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα τον δρόμο. Την μία δεν μπόρεσε να την ξαναβρεί και την άλλη την πήρε και εξαφανίστηκε ένας πιτσιρικάς ο οποίος της φώναξε ότι θα την κάνει κούνια για το παιδί που κάποτε θα αποκτούσε.
Έτσι το κοριτσάκι περπατούσε με γυμνά ποδαράκια που από το ψύχος είχαν μελανιάσει και κοκκινίσει. Την παλιά της ποδιά την είχε γεμίσει με σπίρτα, ενώ κρατούσε ένα ματσάκι στη χούφτα της για να τα πουλήσει. Σε όλη τη διάρκεια της μέρας όμως δεν είχε πουλήσει ούτε ένα πακετάκι, ούτε κανείς της έδωσε την παραμικρή ελεημοσύνη. Πεινασμένη και παγωμένη η μικρή συνέχισε να περπατάει με τις τελευταίες τις δυνάμεις και είχε ήδη αρχίσει να απογοητεύεται. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν πάνω στα μακριά ξανθά μαλλιά της. Οι σκέψεις του κοριτσιού όμως βρισκόταν πέρα από την ομορφιά που της προσέθετε το αναπάντεχο αυτό κόσμημα. Όλα τα παράθυρα φεγγοβολούσαν και από παντού ερχόταν η υπέροχη μυρωδιά της ψητής χήνας. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς και αυτή η σκέψη ήταν η μόνη που περνούσε από το μυαλό της μικρής.
Το κοριτσάκι τελικά βρήκε και κάθισε σε μια γωνία που σχημάτιζαν οι τοίχοι δύο σπιτιών. Αν και έβαλε τα ποδαράκια κάτω από το σώμα της κρύωνε όλο και περισσότερο. Ωστόσο δεν τολμούσε να επιστρέψει στο σπίτι της χωρίς να έχει πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα και χωρίς να έχει πάρει ούτε ένα κέρμα. Ήταν σίγουρο ότι ο πατέρας της θα τη χτυπούσε, ενώ και στο σπίτι είχε πολύ κρύο. Στην οροφή του σπιτιού τους είχαν μόνο την σκεπή και παρά το ότι είχαν κλείσει τις μεγαλύτερες ρωγμές με άχυρο και κουρέλια το κρύο έμπαινε από παντού.
«Πόσο καλό θα της έκανε ένα σπίρτο!» σκέφτηκε «Αχ και να τολμούσε να πάρει ένα σπίρτο από το κουτάκι και να το έτριβε στον τοίχο για να ζεστάνει λίγο τα δάχτυλα της.» Επιτέλους τράβηξε το παιδί ένα σπίρτο. Ριτς! Και ένιωσε τη φωτιά του. Το σπίρτο έβγαζε μια ζεστή φωτεινή φλόγα μέσα από το χεράκι της μικρής. Ήταν ένα παράξενο φως, το κοριτσάκι ένιωσε σαν να κάθεται μπροστά σε μία σιδερένια σόμπα διακοσμημένη με μπρούτζινα στολίδια, η φωτιά της έκαιγε τόσο όμορφα και η ζεστασιά της ήταν τόσο ευχάριστη. Η μικρή άπλωσε τα ποδαράκια της για να τα ζεστάνει και αυτά- τότε έσβησε η φλόγα. Η σόμπα εξαφανίστηκε- η μικρή καθόταν με το απομεινάρι του καμένου σπίρτου στο χέρι.
Ένα νέο σπίρτο άναψε, άρχισε να καίει και να φωτίζει. Στο μέρος που έπεφτε το φως ο τοίχος έγινε διάφανος σαν διάδρομος. Η μικρή έβλεπε απευθείας μέσα στο σπιτικό όπου υπήρχε ένα τραπέζι με ένα εκθαμβωτικά λευκό τραπεζομάντιλο, στρωμένο με τις καλύτερες πορσελάνες, και η γεμιστή με μήλα και δαμάσκηνα χήνα άχνιζε υπέροχα. Ακόμα πιο υπέροχο όμως ήταν ότι η χήνα πήδηξε και βγήκε από την πιατέλα και άρχισε να τρέχει με το μαχαίρι και το πιρούνι στην πλάτη απευθείας προς το κοριτσάκι.

Τότε έσβησε το σπίρτο και το μόνο που μπορούσες να δεις ήταν ο χοντρός, κρύος τοίχος.
Άναψε ένα καινούριο. Τώρα η μικρή καθόταν κάτω από το πιο υπέροχο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το δέντρο ήταν μεγαλύτερο και καλύτερα στολισμένο ακόμη και από αυτό που είδε μέσα από την γυάλινη πόρτα στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου. Χιλιάδες φώτα άναβαν στα πράσινα κλαδιά, πολύχρωμες εικόνες από αυτές που έβλεπε από τα παράθυρα των μαγαζιών την κοιτούσαν από ψηλά, η μικρή άπλωσε τα χέρια προς το μέρος τους, τότε έσβησε το σπίρτο.

Τα χριστουγεννιάτικα φώτα ανέβαιναν ολοένα και ψηλότερα, τώρα η μικρή είδε ότι ήταν τα αστέρια. Ένα από αυτά έπεσε προς τη γη αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά στον ουρανό.
«Τώρα κάποιος πεθαίνει!» είπε η μικρή. Η γριά γιαγιά της, -η μόνη που της είχε φερθεί με αγάπη, αλλά που τώρα πια είχε πεθάνει- κάποτε είχε πει: «όποτε πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό!»
Άναψε ένα σπίρτο πάνω στον τοίχο, μια αχτίδα φωτός άστραψε, και στην λάμψη του στεκόταν η γιαγιά καλά φωτισμένη, ήρεμη και ευγενική.
«Γιαγιά» φώναξε η μικρή «πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα εξαφανιστείς μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως έσβησε η σόμπα, η ψητή πάπια και το χριστουγεννιάτικο δέντρο». Βιαστικά άναψε και τα υπόλοιπα σπίρτα που ήταν στο κουτί, ήθελε να κρατήσει την γιαγιά κοντά της. Τα σπίρτα άναψαν και σκόρπισαν τόση λάμψη ώστε φώτισε περισσότερο ακόμη και από την ημέρα. Τόσο όμορφη και μεγάλη δεν ήταν ποτέ η γιαγιά, πήρε το κοριτσάκι αγκαλιά και πέταξαν χαρούμενες και οι δυο τους. Το κρύο, η πείνα και ο φόβος άφησαν για πάντα το κοριτσάκι- είχε πάει στο Θεό.
Στη γωνία ανάμεσα στα δύο σπίτια καθόταν μέσα στο κρύο το μικρό κοριτσάκι με κόκκινα μάγουλα και ένα χαμόγελο σχηματισμένο στο στόμα του. Πέθανε από το κρύο την τελευταία ημέρα του χρόνου. Το πρωινό του νέου έτους πέρασε πάνω από το μικρό άψυχο κορμάκι το οποίο βρισκόταν καθισμένο μπροστά από τα καμένα σπίρτα. «Θα προσπάθησε να ζεσταθεί!» είπε κάποιος περαστικός. Κανείς δεν ήξερε πόσα όμορφα πράγματα είχε δει και με πόση λάμψη πέρασε με την γιαγιά της προς το νέο έτος.
Οι εικόνες είναι από το βιβλίο "Fairy tales and stories, Andersen, H. C., Tegner, Hans, b. 1853, ill; Brækstad, H. L. (Hans Lien), 1845-1915 New York: The Century Co." και πάρθηκαν από τα commons των wikimedia.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου